Friday, December 29, 2017

Ελα!



Μια λέξη με 
Τρία μόνο γράμματα,
Δυο φωνήεντα 
Κι ενα υγρό σύμφωνο,
Σαν φιλί.
Έλα! 

Πάρε τ´ αεροπλάνο,
Πέτα πάνω απ´
Τα σαράντα κύματα, κι
Έλα!
Έλα περπατώντας 
Βήμα το βήμα,
Κάνε την απόσταση
Πιο μικρή,
Τόσο 
Που να μην χωράει
Τίποτα ανάμεσα στα 
Δυο κορμιά.

Έλα! 
Άφησε τα ολα
Κι έλα.
Έλα όπως είσαι, γιατί 
Πέρασε πολύς 
Χαμένος καιρός, 
Που σπαταλήσαμε
Απομακρυσμένοι.

Έλα!
Έλα να κολλήσουμε
Να μην μπορεί
Κανεις και τίποτα 
Να μπει
Ανάμεσα μας.

Έλα 
Να νοιωσω 
Την ζεστασιά 
Του κορμιού σου,
Κι ας έχει αφόρητο
Καύσωνα.
Δεν με νοιάζει!
Γιατί ειναι η φλόγα σου
Δροσιά για την 
Ψυχή μου.

Έλα,
Να πέσουμε 
Μαζί
Κρατημένοι απο το χέρι
Στα γαλανά νερά,
Να συναντηθούν τα χείλη
Σε φιλί 
Υποβρύχιο.

Έλα,
Ν´ αγκαλιαστούμε
Έτσι που 
Τα κεφάλια μας,
Τα χέρια και 
Τα πόδια
Να σχηματισουν
Τρεις
Το σχήμα 
Του απείρου.

Έλα,
Γιατί πέρασε πολύς,
Παρά πολύς καιρός,
Που τα σώματα δεν 
Έχουν αγγιχτεί,
Τα στόματα δεν χάρηκαν
Την γεύση του φιλιού,
Τα μέλη δεν κλειδώθηκαν
Όπως μόνον αυτά 
Ξέρουν.

Στείλε την λέξη
Ε-λ-α
Τρία γράμματα
Ολα κι ολα.
Τρία γράμματα 
Προστακτικά, προκλητικά,
Προσκλητικά:
ΕΛΑ!


Friday, December 8, 2017

Αγορά Μοδιάνο




Η αγορά βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, με σκεπασμένες στοές, διπατη, πολύβουη, μυρωδάτη.
Μπαίνω στη στοά με τα ψάρια. Δεξιά κι αριστερά ψαροκασέλες, μαγαζιά με άσπρα πλακάκια, γυμνοί γλόμποι που κρέμονται από στριφογυριστά κορδόνια  φωτίζοντας τα ψάρια που ειναι τακτικά αραδιασμένα πάνω στον πάγο, στολισμένα με λεμόνια και φούντες μαϊντανό, με τις τετράγωνες μαύρες ταμπελίτσες που έχουν γραμμένη την τιμή τους με κιμωλία. Οι ψαράδες φορούν λαστιχένιες μπότες και μακριές μουσαμαδένες ποδιές δεμένες σφιχτά στη μέση, έχουν μεγάλα χέρια και βροντερές φωνές που διαλαλούν την πραμάτεια τους.
Δεξιά κι αριστερά τρέχουν σε δυο αυλάκια τα νερά και πού και πού βλέπεις να παρασέρνουν κι από κανένα ψαροκέφαλο η ουρά γαριδας. 
Η σκηνή ειναι σχεδόν ερωτική μιά που όλοι αυτοί οι άντρακλες μπαίνουν μπροστά σου και σου προξενεύουν τα μπαρμπούνια, τις γλώσσες, τους ξυφιούς και τα λαυράκια τους με τρόπο επιθετικό, αποκαλώντας σε κυρία η δεσποινίδα, λές και σε φωνάζουν με τ´όνομα σου. Μια σειρά άντρες που με κάνουν να θέλω να γίνω ψάρι στις χερούκλες τους, να με πετούν ο ένας στον άλλο, να με ζυγίζουν, να με ξελεπιάζουν, να με βάζουν στην καφετιά χαρτοσακούλα τυλιγμένη με εφημερίδα και να ξεκινώ για την άγνωστη κουζίνα του αγοραστή.

Στρίβω δεξιά στη στοά με τα σφαχτά. Εκεί μου έρχονται πάντα στο νου σκηνές από ταινίες τρόμου.
Τα μαγαζιά ειναι μεγάλα ψυγεία με ξύλινες πόρτες που έχουν επάνω τους έναν μαύρο ανάγλυφο ταύρο, σήμα κατατεθέν του κατασκευαστή. Έξω από τα μαγαζιά σειρές τσιγκέλια που πάνω τους κρέμεται ό,τι πριν λίγες μέρες έτρεχε ζωντανό στα λιβάδια, τώρα γδαρμένο, κατατεμαχισμένο μέρος του όλου, δίχως ζωή, δίχως αιδώ να βγάζει στη μόστρα τα πάχη και τα εντόσθια του. Τραπέζια με δίσκους με μυαλά, σηκωτια απλωμένα και μπλαβιά, κεφαλάκια αρνιών με ματιά γλαυκά και μισά μοσχάρια αιωρούμενα που βάζουν σε δοκιμασία τους νομούς της βαρύτητας.
Οι χασάπηδες αντίθετα από τους ψαράδες, ειναι συνάφι βαρύ, λιγομίλητο, χθόνιο. Φορούν άσπρες ιατρικές μπλούζες και ποδιές λερωμένες από τα αίματα, κρατούν στα χέρια τους μπαλταδες και μαχαίρια που τ´ ακονίζουν χράτς χρούτς καθώς περνάς δίπλα τους. Τα αρνάκια τους ειναι πάντα γάλακτος, ο κιμάς φρεσκοκομμένος, οι γλώσσες τρυφερές. Τα μεγάλα στρόγγυλα ξύλινα τραπέζια που κόβουν πάνω τους το κρέας ειναι βαμμένα άσπρα σαν να φωρούν καλτσάκια. Εκεί πάνω σπάζουνε κόκκαλα και κόβουν φιλέτα με ακριβοζυγισμένες κινήσεις, δήμιοι και ιερείς άλλων καιρών.
Ποτέ μου δεν ένοιωσα την επιθυμία να με αγγίξουν τα χέρια τους. Έτρεφα πάντα απέχθεια γ´ αυτο το συνάφι και λύπη για τις γυναίκες τους που μου φαινόταν πως θα τις στριφογύριζαν στο κρεβάτι με μεγάλες κινήσεις, σαν τα σφαχταρια καθώς τα βγάζουν από τα ψυγεία και τα πετουν πάνω στον πάγκο για να τα κομματιασουν. 
Καμμιά φορά μόνο μ´αρέσει να περνάω νύχτα απο την στοά και να βλέπω ν´ ασπρίζουν αποκεφαλισμένα τα μοσχάρια στο μισοσκόταδο, στοιβαγμένα τόνα πάνω στο άλλο μέσα στα καρότσια, καθώς τα ξεφορτώνουν από τα φορτηγα χαμάληδες που ντύνονται γ’αυτη τη δουλειά μ´ενα πανί που τους σκεπάζει το κεφάλι και τους ώμους, που πάνω τους κουβαλούν το κομμένο στη μέση ζώο και περπατούν φωνάζοντας "μπρος! λερώνει!", φτάνουν μπροστά στο καρότσι και με μια γρήγορη κι αποφασιστική κίνηση τινάζουν το φορτίο από τους ώμους  και πηγαίνουν να φορτωθούν το επόμενο.