Saturday, January 6, 2018

Χαμάμ



Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής μου στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στην οδό Αριστοτελους, δυο βήματα από την αγορά Μοδιανο και τα παλιά Χαμάμ. Παρ´ολο που το διαμέρισμα ήταν κεντρικό, δεν είχε κεντρική θέρμανση, στο μπάνιο δεν είχε ντους, ούτε μπανιέρα, ούτε καν ζεστό νερό. 
Για την καθημερινή μας λάτρα χρησιμοποιούσαμε τον μεγάλο νεροχύτη της κουζίνας, και κάναμε μπάνιο στην σκάφη με νερό που ζεσταίναμε στην γκαζιέρα. 
Συνήθως κάναμε μπάνιο το Σάββατο, για να είμαστε όλοι έτοιμοι για την Κυριακή. Κάθε Παρασκευή είχαμε γενική καθαριότητα, ετοιμασίες για το Κυριακάτικο τραπέζι που ήταν γεμάτο με καλούδια, στολισμένο με τα λουλούδια κάθε εποχής, και μεις καθισμένοι γύρω του τρώγαμε  καθαροί και περιποιημένοι. 
Το να κάνει κανείς μπάνιο ήταν μεγάλη υπόθεση. Χρειαζόταν ετοιμασία και προγραμματισμό.  Να στηθεί η σκάφη στην κουζίνα, με τον κουβά δίπλα της και την σφουγγαρίστρα  για τα απόνερα, το κατσαρολάκι για την μείξη του κρύου με το ζεματιστο νερό, το βράσιμο του νερού σε έναν μεγάλο τέντζερη, το κρύο νερό το παίρναμε από την βρύση στον νεροχύτη. Εκεί σε ειδική θήκη βάζαμε το σαπούνι, το σφουγγάρι, το χτένι. Σε μια καρέκλα παραδίπλα ήταν διπλωμένες η μεγάλη πετσέτα για το σώμα, κι η άλλη η μικρότερη για τα μαλλιά και κάτω από την καρέκλα τα ξύλινα τσόκαρα του μπάνιου. Και παρα κεί, σε άλλη καρέκλα, η καθαρή αλλαξιά. Ποτέ δεν ήταν ευχάριστο το πλησιμο στην σκάφη. Πότε το νερό ήταν πολύ κρύο, πότε πολύ ζεστό, πότε έμπαινε ξαφνικός αέρας που ακουμπώντας το βρεγμένο σώμα ήταν σαν τιμωρία. 
Ευτυχώς για μας που η καταγωγή μας είναι από την Πόλη, η δρόμος μας, η οδός Αριστοτελους κατέληγε στα Λουτρά Παράδεισος, δηλαδή στο Χαμάμ. Στο τέλος της δεκαετίας του 50, η Θεσσαλονίκη είχε πέντε Χαμάμ, εν ενεργεία. Το Χαμάμ δεν ήταν μόνο ο τόπος που πλενόμαστε, αλλά και τόπος συνάντησης και αναψυχής. Πηγαίναμε πάντα μια γυναικοπαρέα επτά οκτώ ατόμων. Εγώ, από την στιγμή που αρχησα να περπατώ, η μαμά μου, η γιαγιά, η αδελφή της γιαγιάς μου, η νονά μου, η κόρη της που έχουμε την ίδια ηλικία, η πεθερά της νονάς μου και η κουνιάδα της. Και αν ποτέ είχαμε φιλοξενούμενες ερχόταν και αυτές μαζί μας. Τρεις γενιές γυναικών που συναντιόμασταν τα Σάββατα στην είσοδο των λουτρών. Το δικό μας το Χαμάμ, ήταν ένα από τα πρώτα κτίσματα που έχτισε στην Θεσσαλονίκη ο Σουλτάνος Μουράτ ο δεύτερος, το 1444, χρόνια πριν από την γέννηση του Κολόμβου. Μετά από περισσότερο από πέντε αιώνες συνεχούς χρήσης, τώρα έχει γίνει μνημείο που κατά καιρούς στεγάζει εκθέσεις και μουσικές εκδηλώσεις. 
Εγώ και η κόρη της νονάς μου, η Μαίρη, επισκεφτήκαμε  πρόσφατα τα λουτρά των παιδικών μας χρόνων που τώρα πια ειναι μνημείο με το όνομα Μπεϋ Χαμάμ και βρεθήκαμε σε έναν  χώρο  κρύο, στεγνό και πεθαμένο.
Στην καρδιά μας ομως έχουμε κρυμμένη μιαν άλλη εικόνα. 
Με το που περνούσαμε την μεγάλη πόρτα μας έπαιρνε από την μύτη η φρέσκια μυρωδιά του σαπουνιού, του γιασεμιού και του ρόδου. Στο ξύλινο γκισέ που πληρώναμε είσοδο πουλούσαν μοσχοσάπουνα, αλλά εμείς φέρναμε πάντα τα δικά μας. Γιατί για να πάει κανεις στο Χαμάμ δεν ήταν απλό πράγμα. Πηγαίναμε περπατώντας κάτω από τις καμάρες της Αριστοτελους, τρία τετράγωνα δρόμο, κουβαλώντας πετσέτες, καθαρές αλλαξιές, πάνινη σακούλα για τα άπλυτα, σαπούνια, τρίφτες, χτενες, ξύλινα τσόκαρα, χάλκινα και μπρούντζινα τάσια. Τα τάσια αυτά   είναι παρόμοια με εκείνα που βρίσκονται σε αρχαιολογικά μουσεία. Σκεύη στρογγυλά, με υπερυψωμένο κέντρο, που στην κοιλότητα που σχηματίζεται από κάτω, μπαίνουν τα τέσσερα δάχτυλα του χεριού ενώ ο αντίχειρας αγγίζει το χείλος του. Χρησιμεύει για να παίρνει κανεις μ´ αυτό  νερό από τις γούρνες και να ξεπλένει κορμί και μαλλιά.
Αφού γδυνομασταν και αφήναμε τα ρούχα μας στα ξύλινα ντουλαπάκια στα αποδυτήρια, ανεβαίναμε στα τσόκαρα και κλακ κλακ μπαίναμε στον πρώτο χώρο οπου ζεστός και μυρωδάτος αχνός τύλιγε τα γυμνά κορμιά με μια τρυφερή  ομίχλη. Περνώντας μέσα από μια μικρή μαρμάρινη πύλη φτάναμε στο κυρίως μέρος του λουτρού, μέρος παραδεισένιο, με τα νερά να τρέχουν συνεχώς μέσα στις γούρνες, την μυρωδιά των σαπουνιών να ευφραίνει, στη μέση του χώρου κάτω από τον θόλο, το υπερυψωμένο μαρμάρινο μεγάλο κρεβάτι γεμάτο γυμνά γυναικεία κορμιά που άλλα ξάπλωναν απολαμβάνοντας, κι άλλα έτριβαν με τους τρίφτες το ένα το άλλο και έχυναν επάνω του ζεστά νερά. Μέσα στους ατμούς το πρώτο πράγμα που πρόσεχε κανεις ήταν ο ήχος του νερού ανάκατος με το βουητό από τις ομιλίες των γυναικών. Και τον ατμό που ανέβαινε ψηλά στον θόλο με τα χρωματιστά παραθυράκια σε σχήμα αστεριών που από μέσα τους περνούσε το φως σε δέσμες που τρυπούσαν τους ατμούς και έκαναν τον χώρο μαγικό. Εμείς τα πιτσιρίκια πάντα καταφέρναμε να ξεγλυστρήσουμε από την προσοχή των μεγάλων. Πετούσαμε τα μικρά μας τσόκαρα, τρέχαμε γύρω γύρω, τσαλαβουτώντας στις γούρνες των άλλων, πιτσιλώντας τους πάντες μέχρι που οι μαμάδες μας έβαζαν τις φωνές και καθόμασταν ήσυχες. Λατρεύαμε αυτόν τον υγρό παράδεισο που μέσα του ήταν όλα τα αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής   ζωής μας, μέρος που το χαιρόμαστε με τις αισθήσεις μας ολάνοιχτες. Μέρος που τα σώματα ήταν όπως ήταν, αληθινά και μαγικά συγχρονως, χωρίς ρούχα, σκέτα, με μια γύμνια που έλαμπε. 
Ειχε και αλλά δωμάτια παραδίπλα. Στο ένα η ζέστη ήταν ανυπόφορη και δεν με άφηναν να μπω, γιατί τόση ζέστη δεν κάνει καλό στα παιδάκια, ούτε στις ηλικιωμένες. Στο άλλο το μικρό δωμάτιο, είχε στην μέση ένα μαρμάρινο τραπέζι. Αυτό ήταν το άντρο μιας μεγαλόσωμης γυναίκας με μουστάκι, που έκανε μασάζ. Την κρυφοκοιτουσαμε με δέος, παρακολουθώντας την να τρίβει και να μαλασσει τα γυμνά σώματα και με μια μαύρη φούντα από τρίχες ουράς αλόγου να τα χτυπάει  μέχρι να κοκκινίσουν.
Σταματήσαμε να πηγαίνουμε στο Χαμάμ όταν αλλάξαμε σπίτι που είχε μπάνιο με θερμοσίφωνα. Τώρα μπορούσαμε να πλενόμαστε όποτε θέλαμε, χωρις όμως να μπορούμε πλέον να χαρούμε την μαγεία της ατμόσφαιρας του Χαμάμ. 
Άλλωστε μέχρι τα τέλη του '70 όλα τα Χαμάμ της Θεσσαλονίκης έβαλαν λουκέτο. 




No comments:

Post a Comment