Saturday, January 16, 2021

Χειμωνας


 

Στο δάχτυλο η ρουμπινί σταγόνα,   
η γάτα που ζητάει να την ταΐσω, 

το γουργούρισμα  της μηχανης, 

η μυρωδιά του καφέ, 

η πρώτη γουλιά στο στόμα, 

όλα παραμένουν ίδια. 

Μόνον  εσυ 

γλιστράς στα σιωπηλά, 

μες´την ανυπαρξία, 

καθώς  

νιφάδες 

του 

χιονιού 

στροβιλίζονται απαλά,  

σαν αναμνήσεις. 



Friday, September 25, 2020

Τριγωνομετρία

Τυλιγμένοι στον ύπνο  

διασχίζουμε ο καθένας χωριστά  

τις στέπες της καρδιάς μας.

Στις φυλλωσιές των εγκεφαλικών μου κήπων

με κυνηγά η εικόνα του. 

Παίζω μαζί του κι αφήνομαι να νικηθώ 

Μόνο και μόνο για να τον αιχμαλωτίσω.

Με αγγίζει το χέρι που φορά την βέρα 

Του γάμου μας,   

Σημάδι πως στο δίχτυ του 

Έχω πιαστεί.

Πριν κρύψω το κεφάλι μου στην άμμο

Ενα αυγό στρουθοκαμήλου φόρεσα,

Αγέννητη αθωότητα υποδυόμενη.

 



Thursday, September 17, 2020

Προσωπείο



Με λένε Άννα Μαρτινι και είμαι δημιούργημα ενός μυαλού. Δεν είχα ποτέ μου παιδική ηλικία, δεν πήγα σχολείο, δεν μεγάλωσα. Υπάρχω σε χώρο φανταστικό, σε χρόνο ανύπαρκτο, αλλάζω όψη συχνά, κατα πώς θέλει να με παρουσιάζει η δημιουργός μου. Ξεκίνησα σαν ένα προσωπείο της, σαν ένας τρόπος να περνώ απαρατήρητη σύνορα και συμβάσεις. Είναι μεγάλη η χαρά και η ελευθερία της ύπαρξης δίχως σάρκα και οστά, δίχως ανάγκες, φόβους, συναισθήματα. Υπάρχω, όχι μόνο γιατί μπορώ να σκέπτομαι, υπάρχω γιατί η σκέψη γίνεται  λέξεις που μένουν για πάντα τυπωμένες στο χαρτί. Δεν ελπίζω σε τίποτα, γιατί δεν αναπνέω, γιατί έτσι όπως ζω πέρα από τον χρόνο, η έννοια της ελπίδας που πεθαίνει τελευταία, για μένα  δεν υπάρχει. Χαιρόμουν την ελευθερία μου μέχρι  που συναντήθηκα με ένα ακόμα φάντασμα, δημιούργημα ενός αρσενικού μυαλού, προσωπείο κι εκείνο ανωνυμίας.  Κι αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε λέξεις, την μόνη ουσία που προσδιορίζει τους φανταστικούς μας χαρακτήρες.

Monday, September 14, 2020

Ζωντανή φύση


Κενός χώρος λευκός
Ένας καμβάς καινός.
Απέναντι 
μέσα στο άλικο φουστάνι 
δυο στήθη νεανικά 
πάλλονται. 

Στο πάλλευκο δέρμα του ζωγράφου
Γαλάζιες φλέβες ξεπροβάλλουν. 
Χτυπά γοργά η καρδιά του
Καθώς σε λίγο 
Με μια πινελιά κόκκινη
Η παρθενική λευκότητα του κάδρου
Θα χαθεί.

Γυμνός ο χώρος, 

γυμνός και ο ζωγράφος 

Εκθέτει τη ζωντανή του φύση

στα αδηφάγα μάτια του μοντέλου του. 


Θήραμα και κυνηγός γίνονται 

Ενα

 

Tuesday, August 11, 2020

Nocturno

 


«Τις νύχτες όταν μπαίνω στο κρεβάτι μου πρώτη μου δουλειά είναι να διώξω τα μικρά έντομα που ζουν εκεί όλη μέρα. Περνάω το χέρι μου πάνω στα κρύα σεντόνια να τα εντοπίσω πριν τα πετάξω στο πάτωμα. Μετά ξαπλώνω στη μέση του κρεβατιού αγκαλιάζοντας το μαλακό μαξιλάρι μου και περιμένω να έρθει ο ύπνος. Από μικρή θυμάμαι που η μαμά μου τραγουδούσε «έλα Υπνε και πάρε το». Τον περιμένω λοιπόν να έρθει στα σκοτάδια, στο καθαρό κρεβάτι. Και να που όταν τα φώτα στον διάδρομο σβήνουν και στο σπίτι πέφτει ησυχία, ακούω  βήματα που πλησιάζουν την πόρτα μου. Το πόμολο ανοίγει αθόρυβα και η μεγάλη του σκιά μπαίνει στο δωμάτιο μου. Πλησιάζει το κρεβάτι μου. Ήρθε για να με πάρει. Το νοιώθω. Σηκώνει τα σκεπάσματα και μπαίνει στο κρεβάτι μου. Το σώμα του γυμνό και δροσερό, ύπνος είναι αυτός ή θάνατος; Κολλάει το σώμα του στην γυρισμένη μου πλάτη. Νοιώθω το γαργαλητό από κάτι ζεστό που μεγαλώνει εκεί κοντά στην ουρίτσα μου. Ο Υπνος παίρνει στα χέρια του το στήθος μου και το κρατάει σφιχτά ενώ κουνιέται ολόκληρος νανουριζοντας με. Εγώ κάνω πως ήδη κοιμάμαι και περιμένω με λαχτάρα την στιγμή που το φούσκωμα χαμηλά στην πλάτη μου θα γίνει σκληρό, μετά υγρό και στο τέλος θα ξεφουσκώσει καθώς ο Υπνος θα βγάζει μια πνιχτή κραυγή. Για να με καληνυχτίσει. Η υγρασία στα νώτα μου κοντά είναι ένα σύνορο, μια τάφρος, που εμποδίζει τα έντομα να τρέξουν και πάλι στο κρεβάτι μου και να με φάνε. 

Η σκιά του Υπνου γέρνει το κεφάλι της δίπλα στο δικό μου και νοιώθω την ανάσα του αργή και ρυθμική να με νανουρίζει μέχρι να βγουν οι πρώτες ακτίνες του ηλίου.»


Ελεν Τριγκερ, ημερομηνία γενήσεως 2/7/2007, ημερομηνία εισαγωγής 23/7/2020

Ψυχωτικό επεισόδιο με ενδείξεις παράνοιας. 

Η ασθενής διατείνεται πως στην κλίνη της ζουν έντομα τα οποία διώχνει κάθε βράδυ πριν έρθει ο ύπνος να την νανουρίσει και να την προστατεύσει από αυτά. Προσήχθη εις την κλινικήν μετά από κρίσην κατά την οποία η ασθενής  φωνασκούσε εν μέσω νυχτός ασελγείς εκφράσεις. Κατόπιν κλινικής εξετάσεως εντοπίσθηκαν επί του στήθους αυτής μώλωπες προκλειθέντες από χείρας αγνώστου. Πιθανή σεξουαλική κακοποίησις ανηλίκου. Εκ της αντικειμενικής

νευρολογικής εξετάσεως δεν διαπιστούται τι το παθολογικό. Προς παρατήρησιν, ιδίως κατά τας νυκτερινάς ώρας. 


Friday, May 22, 2020

Καφές


Σκέπασε σκοτάδι τη γέφυρα του Γαλατά. Ανάβουν τα φωτάκια γύρω από τον Βόσπορο, αστράφτει σαν χανούμισα το Μπογάζι. Ενα ατμοκίνητο ταξί πλησιάζει τις σιδερένιες πόρτες του διώροφου σπιτιού με τον όμορφο κήπο πάνω στο κύμα. Βγαίνει από μέσα ένας άντρας γύρω στα 60, καλοντυμένος, με το καπέλο φορεμένο με τρόπο που να του κρύβει το πρόσωπο. Ο οδηγός του ταξί χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Μια, δυο, τρεις φορές. Σημάδι πως είναι ο Εξοχότατος. Ανοίγει η πόρτα, τον μπάζουν μέσα με τεμενάδες και καλωσορίσματα. Το σαλόνι κόκκινο. Πίνακες από την Αβρούπα στους τοίχους, ένα μηχανικό πιάνο παίζει μουσική από την Αμέρικα. Το κονάκι της μαντάμ Ματίλντε δεν είναι σαν τα άλλα. Ο Εξοχότατος κάθεται στο χαμηλό μιντέρι με τα μαλακά μαξιλάρια, ενώ το τζουτζουκλέρι τσακίζεται να του φέρει τον δικό του τον ναργιλέ, με το κεχριμπαρένιο τσιμπούκι. Του κάνει τουμπεκί. Αράζει ηδονικά, και περιμένει. Το καλό το πράμα πάντα αργεί. Έτσι είναι το χούι της Αρμένισσας. Σε κάνει να περιμένεις για να ανάψεις, να φουντώσεις, να κάνεις μπαμ. «Moi, j’ aime l’ amour qui il fait boom» του τραγουδάει καθώς του δίνει μπατσάκια στα κωλομάγουλα. Αχ, πουντηνα, γιατί αργεί να έρθει; Σήμερα τα μπατσάκια θα τα φάει αυτή. Αλλά μετά θα την αφήσω να με καβαλήσει και θα την πάω βόλτα μέσα στο δωμάτιο γυμνή και μουσκεμένη πάνω στην πλάτη μου, να μου τραβάει τα μαλλιά και να φωνάζει «ντε, Σουλεϊμάν εφέντη, ντε» και να μου χτυπάει τα καπούλια σαν νάμαι άτι. Ε, ρε γλέντια!
Νάτην η Ματίλντε κουνιστή και λυγιστή τον πλησιάζει. Της απλώνει το χέρι με το δαχτυλίδι κι αυτή σκύβει το φιλάει και όλο νάζι πηγαίνει και κάθεται στην αγκαλιά του. Η μυρωδιά της ζέστης γυναικείας σάρκας ξυπνάει τον νέο άντρα μέσα του. Τα σκέλια του φουσκώνουν. Αυτή το βλέπει και γελάει γέρνοντας πίσω το κεφάλι της. Τα λαιμά της κάτασπρα σαν γάλα. Ουρί του παραδείσου. Της δίνει μια δαγκωνιά στον λαιμό και χώνει το κεφάλι του στα μυρωδάτα στήθη. 
Η Ματίλντε ένιωσε την καυτή αρσενική ανάσα, τη δίψα, την ορμή του και βλέπει στα μάτια του να λάμπει η πεθυμιά.  Την σηκώνει στα χέρια του κι έχοντας χωμένο το πρόσωπο του στα μαλλιά της ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα που βγάζει στον οντά της.
Το σαλόνι τώρα είναι άδειο, η Φατιμά που είναι η οικονόμος του σπιτιού, αυτή που κλείνει τα ραντεβού με τους πελάτες, αυτή που προσλαμβάνει και απολύει το προσωπικό, δίνει διαταγή στο παιδί να συμμαζέψει. Το σαλόνι πρέπει να είναι πάντα φρέσκο, έτοιμο, ατσαλάκωτο για τους ατσαλάκωτους πελάτες περιοπής που συχνά τα κάνουν όλα λίμπα. Όμως πληρώνουν πάντα τα σπασμένα, και με το παραπάνω. Άσε το μπαχτσίσι που της αφήνουν όταν τους ξεπροβοδάει ψεκάζοντάς τους με κολόνια λεμονάτη φερμένη από την Γερμανία. Eau de Cologne, όχι από την χύμα που έχουνε αλλού. 
Αυτά σκεφτόταν η Φατμέ όταν εμφανίστηκε η Ματίλντε στο κατώφλι του σαλονιού. 
-´Αϊντε βρε τζάνεμ, πες τους να τον φέρουν αυτόν τον καφέ. Ο Ντεμιρέλ επάνω λέει τι γίνεται, κόκκαλα έχει; ´Αϊντε, γιατί με μπαΐλντισε σήμερα με τα τερτίπια του. Σε λίγο θα αρχίσει να μου απαγγέλει τα ποιήματα του και τότε ποιος τον αντέχει! Όλα τα γούστα να του κάνω, αλλά μην τυχόν κι αρχίσει να μου απαγγέλει ποιήματα. Ντιπ δεν νογάω.
- Νογάς ξενογάς, κάνε μόκο και κάνε πως τον ακούς με προσοχή. Γκέγκε; Με τις λίρες αυτονώνε γεμίζει η κοιλιά μας. Άμα θες να είσαι παστρικιά της προκοπής όλα θα τα υπομένεις. ´Αϊντε κοκόνα μου και θα φτιάξω εγώ καφέ μερακλίδικο, γλυκύ βραστό, να πάνε κάτω τα στιχάκια.