Friday, May 22, 2020

Καφές


Σκέπασε σκοτάδι τη γέφυρα του Γαλατά. Ανάβουν τα φωτάκια γύρω από τον Βόσπορο, αστράφτει σαν χανούμισα το Μπογάζι. Ενα ατμοκίνητο ταξί πλησιάζει τις σιδερένιες πόρτες του διώροφου σπιτιού με τον όμορφο κήπο πάνω στο κύμα. Βγαίνει από μέσα ένας άντρας γύρω στα 60, καλοντυμένος, με το καπέλο φορεμένο με τρόπο που να του κρύβει το πρόσωπο. Ο οδηγός του ταξί χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Μια, δυο, τρεις φορές. Σημάδι πως είναι ο Εξοχότατος. Ανοίγει η πόρτα, τον μπάζουν μέσα με τεμενάδες και καλωσορίσματα. Το σαλόνι κόκκινο. Πίνακες από την Αβρούπα στους τοίχους, ένα μηχανικό πιάνο παίζει μουσική από την Αμέρικα. Το κονάκι της μαντάμ Ματίλντε δεν είναι σαν τα άλλα. Ο Εξοχότατος κάθεται στο χαμηλό μιντέρι με τα μαλακά μαξιλάρια, ενώ το τζουτζουκλέρι τσακίζεται να του φέρει τον δικό του τον ναργιλέ, με το κεχριμπαρένιο τσιμπούκι. Του κάνει τουμπεκί. Αράζει ηδονικά, και περιμένει. Το καλό το πράμα πάντα αργεί. Έτσι είναι το χούι της Αρμένισσας. Σε κάνει να περιμένεις για να ανάψεις, να φουντώσεις, να κάνεις μπαμ. «Moi, j’ aime l’ amour qui il fait boom» του τραγουδάει καθώς του δίνει μπατσάκια στα κωλομάγουλα. Αχ, πουντηνα, γιατί αργεί να έρθει; Σήμερα τα μπατσάκια θα τα φάει αυτή. Αλλά μετά θα την αφήσω να με καβαλήσει και θα την πάω βόλτα μέσα στο δωμάτιο γυμνή και μουσκεμένη πάνω στην πλάτη μου, να μου τραβάει τα μαλλιά και να φωνάζει «ντε, Σουλεϊμάν εφέντη, ντε» και να μου χτυπάει τα καπούλια σαν νάμαι άτι. Ε, ρε γλέντια!
Νάτην η Ματίλντε κουνιστή και λυγιστή τον πλησιάζει. Της απλώνει το χέρι με το δαχτυλίδι κι αυτή σκύβει το φιλάει και όλο νάζι πηγαίνει και κάθεται στην αγκαλιά του. Η μυρωδιά της ζέστης γυναικείας σάρκας ξυπνάει τον νέο άντρα μέσα του. Τα σκέλια του φουσκώνουν. Αυτή το βλέπει και γελάει γέρνοντας πίσω το κεφάλι της. Τα λαιμά της κάτασπρα σαν γάλα. Ουρί του παραδείσου. Της δίνει μια δαγκωνιά στον λαιμό και χώνει το κεφάλι του στα μυρωδάτα στήθη. 
Η Ματίλντε ένιωσε την καυτή αρσενική ανάσα, τη δίψα, την ορμή του και βλέπει στα μάτια του να λάμπει η πεθυμιά.  Την σηκώνει στα χέρια του κι έχοντας χωμένο το πρόσωπο του στα μαλλιά της ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα που βγάζει στον οντά της.
Το σαλόνι τώρα είναι άδειο, η Φατιμά που είναι η οικονόμος του σπιτιού, αυτή που κλείνει τα ραντεβού με τους πελάτες, αυτή που προσλαμβάνει και απολύει το προσωπικό, δίνει διαταγή στο παιδί να συμμαζέψει. Το σαλόνι πρέπει να είναι πάντα φρέσκο, έτοιμο, ατσαλάκωτο για τους ατσαλάκωτους πελάτες περιοπής που συχνά τα κάνουν όλα λίμπα. Όμως πληρώνουν πάντα τα σπασμένα, και με το παραπάνω. Άσε το μπαχτσίσι που της αφήνουν όταν τους ξεπροβοδάει ψεκάζοντάς τους με κολόνια λεμονάτη φερμένη από την Γερμανία. Eau de Cologne, όχι από την χύμα που έχουνε αλλού. 
Αυτά σκεφτόταν η Φατμέ όταν εμφανίστηκε η Ματίλντε στο κατώφλι του σαλονιού. 
-´Αϊντε βρε τζάνεμ, πες τους να τον φέρουν αυτόν τον καφέ. Ο Ντεμιρέλ επάνω λέει τι γίνεται, κόκκαλα έχει; ´Αϊντε, γιατί με μπαΐλντισε σήμερα με τα τερτίπια του. Σε λίγο θα αρχίσει να μου απαγγέλει τα ποιήματα του και τότε ποιος τον αντέχει! Όλα τα γούστα να του κάνω, αλλά μην τυχόν κι αρχίσει να μου απαγγέλει ποιήματα. Ντιπ δεν νογάω.
- Νογάς ξενογάς, κάνε μόκο και κάνε πως τον ακούς με προσοχή. Γκέγκε; Με τις λίρες αυτονώνε γεμίζει η κοιλιά μας. Άμα θες να είσαι παστρικιά της προκοπής όλα θα τα υπομένεις. ´Αϊντε κοκόνα μου και θα φτιάξω εγώ καφέ μερακλίδικο, γλυκύ βραστό, να πάνε κάτω τα στιχάκια.

No comments:

Post a Comment